αγριοπερίστερο

希腊语 编辑

词源 编辑

αγριο- (agrio-, 野生的) +‎ περιστέρι (peristéri, )

名词 编辑

αγριοπερίστερο (agrioperísteron (复数 αγριοπερίστρα)

  1. 原鸽 (Columba livia)

变格 编辑

近义词 编辑

同类词汇 编辑

相关词汇 编辑

拓展阅读 编辑