αγριόχορτο

希腊语

编辑

词源

编辑

αγριό- (agrió-, 野外的,野生的) +‎ χορτο (chorto, 植物)

名词

编辑

αγριόχορτο (agrióchorton (复数 αγριόχορτα)

  1. 杂草

变格

编辑

近义词

编辑

相关词汇

编辑
参见:άγριος (ágrios, 野生的;未驯化的)

参见

编辑