αιγόδερμα

希腊语 编辑

词源 编辑

αίγα (aíga, 山羊) +‎ δέρμα (dérma, 皮肤)

名词 编辑

αιγόδερμα (aigóderman (复数 αιγοδέρματα)

  1. 山羊

变格 编辑

近义词 编辑

相关词汇 编辑

  • 参见:αίγα f (aíga, 家养山羊)

参见 编辑