αιγόδερμα
希臘語
編輯詞源
編輯αίγα (aíga, 「山羊」) + δέρμα (dérma, 「皮膚」)
名詞
編輯αιγόδερμα (aigóderma) n (複數 αιγοδέρματα)
變格
編輯αιγόδερμα的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | αιγόδερμα • | αιγοδέρματα • |
屬格 | αιγοδέρματος • | αιγοδερμαμάτων • |
賓格 | αιγόδερμα • | αιγοδέρματα • |
呼格 | αιγόδερμα • | αιγοδέρματα • |
近義詞
編輯相關詞彙
編輯- 參見:αίγα f (aíga, 「家養山羊」)
參見
編輯- 參見:δέρμα n (dérma, 「皮膚」)