αιματοκυλίζω

希腊语

编辑

其他写法

编辑

发音

编辑
  • 国际音标(帮助): /e.ma.to.ciˈli.zo/
  • 断字:αι‧μα‧το‧κυ‧λί‧ζω

动词

编辑

αιματοκυλίζω (aimatokylízo) (过去简单式 αιματοκύλισα被动语态 αιματοκυλίζομαι)

  1. 屠杀

变位

编辑

相关词汇

编辑
  • 并参见:αίμα n (aíma, )