αιμοβόρος
希腊语
编辑形容词
编辑αιμοβόρος (aimovóros) m (阴性 αιμοβόρα,中性 αιμοβόρο)
变格
编辑 αιμοβόρος 的变格
数 格 / 性 |
单数 | 复数 | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
阳性 | 阴性 | 中性 | 阳性 | 阴性 | 中性 | |
主格 | αιμοβόρος • | αιμοβόρα • | αιμοβόρο • | αιμοβόροι • | αιμοβόρες • | αιμοβόρα • |
属格 | αιμοβόρου • | αιμοβόρας • | αιμοβόρου • | αιμοβόρων • | αιμοβόρων • | αιμοβόρων • |
宾格 | αιμοβόρο • | αιμοβόρα • | αιμοβόρο • | αιμοβόρους • | αιμοβόρες • | αιμοβόρα • |
呼格 | αιμοβόρε • | αιμοβόρα • | αιμοβόρο • | αιμοβόροι • | αιμοβόρες • | αιμοβόρα • |
衍生 | 比较级:πιο + 肯定形(如 πιο αιμοβόρος) 相对最高级:定冠词 + πιο + 肯定形(如 ο πιο αιμοβόρος) |
其他写法
编辑- μοβόρος (movóros) 〈口〉
近义词
编辑- αιμοβόρικος (aimovórikos)
- 并参见:αιμοσταγής (aimostagís)
相关词汇
编辑- 参见:αίμα n (aíma, “血液”)