αιμοβόρος

希腊语 编辑

形容词 编辑

αιμοβόρος (aimovórosm (阴性 αιμοβόρα,中性 αιμοβόρο)

  1. 吸血的,以血液为食的
  2. (比喻义) 嗜血

变格 编辑

其他写法 编辑

近义词 编辑

相关词汇 编辑

  • 参见:αίμα n (aíma, 血液)