首页
随机
登录
设置
资助
关于维基词典
免责声明
搜索
αιμοδότης
语言
监视
编辑
目录
1
希腊语
1.1
名词
1.1.1
变格
1.1.2
相关词汇
希腊语
编辑
名词
编辑
αιμοδότης
(
aimodótis
)
m
(复数
αιμοδότες
,阴性
αιμοδότρια
)
献血
者,
捐血
者
变格
编辑
αιμοδότης的变格
单数
复数
主格
αιμοδότης
•
αιμοδότες
•
属格
αιμοδότη
•
αιμοδοτών
•
宾格
αιμοδότη
•
αιμοδότες
•
呼格
αιμοδότη
•
αιμοδότες
•
相关词汇
编辑
αιμοδοσία
f
(
aimodosía
,
“
献血,捐血
”
)
并参见:
αίμα
n
(
aíma
,
“
血
”
)