ακούω
参见:ἀκούω
希腊语
编辑其他写法
编辑词源
编辑源自古希腊语 ἀκούω,源自原始希腊语 *akouhō,源自原始印欧语 *h₂ḱh₂owsyéti。
发音
编辑动词
编辑ακούω (akoúo) (过去简单式 άκουσα,被动语态 ακούγομαι,被动过去 ακούστηκα,被动完成分词 ακουσμένος)
- (及物) 听说
- Άκουσα κάποια δυσάρεστα νέα.
- Ákousa kápoia dysáresta néa.
- 我听说了一些坏消息。
- (及物) 听
- Άκουγαν τη διάλεξη.
- Ákougan ti diálexi.
- 他们在听讲座。
- Άκουσέ με!
- Ákousé me!
- 听我说!
- (不及物) 有听觉,能听到
- Οι κωφοί δεν ακούνε.
- Oi kofoí den akoúne.
- 聋人听不见声音。
变位
编辑派生词
编辑- άκουσον, άκουσον (ákouson, ákouson)! (ἄκουσον, ἄκουσον!)
- ακούω τα εξ αμάξης (akoúo ta ex amáxis)
- ακούω τα σχολιανά μου (akoúo ta scholianá mou)
- ακούω τον αναβαλλόμενο (akoúo ton anavallómeno)
- ακούω τον εξάψαλμο (akoúo ton exápsalmo)
- ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω (o échon óta akoúein akouéto) (ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω) (Luke, 8.8, et alibi)
- πάταξον μεν, άκουσον δε (pátaxon men, ákouson de) (πάταξον μέν, ἄκουσον δέ)(普鲁塔克,《希腊罗马名人传》,地米斯托克利,11.3)
- τα ακούω (ta akoúo)
相关词汇
编辑- ακοή f (akoḯ, “听觉,听力”)
- ακοόγραμμα n (akoógramma, “听力敏度图”)
- ακοομετρία f (akoometría, “测听,听力测定”)
- άκουσμα n (ákousma, “聆听”)
- ακουστική f (akoustikí, “声学”)
- ακουστικό n (akoustikó, “听筒”)
- ακουστικός (akoustikós, “声学的”)
- ακουστικότητα f (akoustikótita, “可听度”)
- ακουστός (akoustós, “可听见的”)
- ανυπακοή f (anypakoḯ, “违抗”)
- βαριακούω (variakoúo, “听力不好,听不清楚”)
- εισακούω (eisakoúo, “聆听并接受”)
- εξυπακούεται (exypakoúetai, “理解,明白”)
- καλακούω (kalakoúo, “听力好,听得清楚”)
- κοσμοξακουσμένος (kosmoxakousménos, “举世闻名的”)
- κοσμοξάκουστος (kosmoxákoustos, “举世闻名的”)
- κρυφακούω (kryfakoúo, “偷听,窃听”)
- ματακούω (matakoúo, “再听”) 〈口〉
- ξακουσμένος (xakousménos, “著名的”)
- ξακουστός (xakoustós, “著名的”)
- ξανακούω (xanakoúo, “再听”)
- οπτικοακουστικός (optikoakoustikós, “视听的”)
- παρακοή (parakoḯ, “违抗”)
- παράκουος (parákouos, “违抗的”)
- παράκουσμα (parákousma, “听错;违抗”)
- παρακούω (parakoúo, “听错;违抗”)
- πρωτάκουστος (protákoustos, “闻所未闻的”)
- υπακοή f (ypakoḯ, “服从,顺从”)
- υπάκουος (ypákouos, “服从的,顺从的”)
- υπακούω (ypakoúo, “遵守,遵从”)
- ωτακουστής m (otakoustís, “偷听者”)