αλεπουδίσιος

希腊语 编辑

词源 编辑

源自αλεπού (alepoú, 狐狸)

形容词 编辑

αλεπουδίσιος (alepoudísiosm (阴性 αλεπουδίσια,中性 αλεπουδίσιο)

  1. 狐狸的,似狐狸的

变格 编辑

相关词汇 编辑