首页
随机
登录
设置
资助
关于维基词典
免责声明
搜索
αμαρτία
语言
监视
编辑
参见:
ἁμαρτία
目录
1
希腊语
1.1
词源
1.2
名词
1.2.1
变格
1.2.2
近义词
1.2.3
相关词汇
1.2.4
参见
1.2.5
拓展阅读
希腊语
编辑
词源
编辑
源自
古希腊语
ἁμαρτία
(
hamartía
)
。
名词
编辑
αμαρτία
(
amartía
)
f
(复数
αμαρτίες
)
(
宗教
)
罪过
过错
,
错误
私通
变格
编辑
αμαρτία的变格
单数
复数
主格
αμαρτία
•
αμαρτίες
•
属格
αμαρτίας
•
αμαρτιών
•
宾格
αμαρτία
•
αμαρτίες
•
呼格
αμαρτία
•
αμαρτίες
•
近义词
编辑
αμάρτημα
n
(
amártima
)
ανόμημα
n
(
anómima
)
相关词汇
编辑
αμαρτάνω
(
amartáno
,
“
犯下过错
”
)
αμαρτωλός
m
(
amartolós
,
“
有罪者
”
)
αμαρτωλή
f
(
amartolí
,
“
有罪者
”
)
αμαρτωλότητα
f
(
amartolótita
,
“
有罪
”
)
ήμαρτον
(
ímarton
,
“
原谅我,怜悯我
”
)
参见
编辑
παράπτωμα
n
(
paráptoma
,
“
过失,过错
”
)
拓展阅读
编辑
αμαρτία
在希腊语维基百科上的资料。
维基百科
el