ανέξοδος
参见:ἀνέξοδος
希腊语
编辑词源
编辑Petrounias[1]认为源自否定前缀 αν- (an-) + έξοδο (éxodo, “费用”) + -ος (-os),与ἀνέξοδος (anéxodos, “没有出口的”)不同。Babiniotis[2]则认为源自ἀνέξοδος,现代义项起于公元4世纪。
发音
编辑形容词
编辑ανέξοδος (anéxodos) m (阴性 ανέξοδη,中性 ανέξοδο)
- 免费的
- 反义词:πληρωτέος (plirotéos)、επί πληρωμή (epí pliromí)
- 便宜的
变格
编辑 ανέξοδος 的变格
数 格 / 性 |
单数 | 复数 | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
阳性 | 阴性 | 中性 | 阳性 | 阴性 | 中性 | |
主格 | ανέξοδος • | ανέξοδη • | ανέξοδο • | ανέξοδοι • | ανέξοδες • | ανέξοδα • |
属格 | ανέξοδου • | ανέξοδης • | ανέξοδου • | ανέξοδων • | ανέξοδων • | ανέξοδων • |
宾格 | ανέξοδο • | ανέξοδη • | ανέξοδο • | ανέξοδους • | ανέξοδες • | ανέξοδα • |
呼格 | ανέξοδε • | ανέξοδη • | ανέξοδο • | ανέξοδοι • | ανέξοδες • | ανέξοδα • |
衍生 | 比较级:πιο + 肯定形(如 πιο ανέξοδος) 相对最高级:定冠词 + πιο + 肯定形(如 ο πιο ανέξοδος) |
近义词
编辑- δωρεάν (doreán) (副词)
参见
编辑- φτηνός (ftinós, “便宜的”)
参考资料
编辑- ↑ ανέξοδος in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
- ↑ Template:R:Babiniotis 2002