ανταρτοπόλεμος

希腊语

编辑

名词

编辑

ανταρτοπόλεμος (antartopólemosm (复数 ανταρτοπόλεμοι)

  1. 游击战
    近义词: ανορθόδοξος πόλεμος (anorthódoxos pólemos)

变格

编辑

相关词汇

编辑

拓展阅读

编辑