αρρίζωτος

希腊语

编辑

形容词

编辑

αρρίζωτος (arrízotosm (阴性 αρρίζωτη,中性 αρρίζωτο)

  1. 无根
  2. (比喻义) 并非长久扎根在某地的

变格

编辑

相关词汇

编辑
  • 参见:ρίζα f (ríza, )

延伸阅读

编辑