αυτοκρατορία

希腊语

编辑

词源

编辑

源自古希腊语 αὐτοκρατορία (autokratoría)

名词

编辑

αυτοκρατορία (aftokratoríaf (复数 αυτοκρατορίες)

  1. 帝国
    ρωμαϊκή αυτοκρατορίαromaïkí aftokratoría罗马帝国
  2. (分类学生物学较少用)
    近义词:επικράτεια (epikráteia)υπερβασίλειο (ypervasíleio)

变格

编辑

同类词汇

编辑

相关词汇

编辑

延伸阅读

编辑