希腊语

编辑

名词

编辑

βενετικά (venetikán 

  1. 威尼斯语

变格

编辑

近义词

编辑

相关词汇

编辑

形容词

编辑

βενετικά (venetiká)

  1. βενετικός (venetikós)主格宾格呼格复数中性形式。