γέρος
参见:γερός
希腊语
编辑词源
编辑源自古希腊语 γέρων (gérōn),源自原始印欧语 *ǵérh₂onts。
发音
编辑名词
编辑γέρος (géros) m (复数 γέροι,阴性 γριά)
- 老人,老翁
- Ο γέρος καθόταν όλη μέρα στο καφενείο.
- O géros kathótan óli méra sto kafeneío.
- 那位老人整天就坐在咖啡店里。
- (口语,亲昵,不礼貌) 老头儿 (称呼自己的父亲)
- Με ενοχλεί συνέχεια ο γέρος μου να βρω δουλειά.
- Me enochleí synécheia o géros mou na vro douleiá.
- 咱家老头儿老是烦著要我去找工作。
使用注意
编辑- γέρος (géros)可用作形容词,有比较级:
- πιο γέρος (pio géros)
- γεροντότερος (gerontóteros)
- 但也注意:
- 常用词παλιός (paliós, “旧的,穿破的,先前的”)不用于指人。
- 更为礼貌的说法:ηλικιωμένος (ilikioménos, “长者”)
变格
编辑相关词汇
编辑- καλόγερος m (kalógeros, “僧侣”)
参见
编辑- 对比:γερός (gerós, “强壮的,健壮的”)