γραμματόσημο
希腊语
编辑词源
编辑源自γραμματό- (grammató-, “邮政”) + -σημο (-simo, “印,章,戳”)。
名词
编辑γραμματόσημο (grammatósimo) n (复数 γραμματόσημα)
变格
编辑γραμματόσημο的变格
单数 | 复数 | |
---|---|---|
主格 | γραμματόσημο • | γραμματόσημα • |
属格 | γραμματοσήμου • | γραμματοσήμων • |
宾格 | γραμματόσημο • | γραμματόσημα • |
呼格 | γραμματόσημο • | γραμματόσημα • |
相关词汇
编辑- ταχυδρομείο n (tachydromeío, “邮局”)
- γραμματοκιβώτιο n (grammatokivótio, “信箱”)