首页
随机
登录
设置
资助
关于维基词典
免责声明
搜索
δαμάλα
语言
监视
编辑
目录
1
希腊语
1.1
名词
1.1.1
变格
1.1.2
同类词汇
1.1.3
相关词汇
希腊语
编辑
名词
编辑
δαμάλα
(
damála
)
f
(复数
δαμάλες
,阳性
δαμάλι
)
(
口语
)
小
母牛
变格
编辑
δαμάλα的变格
单数
复数
主格
δαμάλα
•
δαμάλες
•
属格
δαμάλας
•
δαμαλών
•
宾格
δαμάλα
•
δαμάλες
•
呼格
δαμάλα
•
δαμάλες
•
同类词汇
编辑
μοσχάρι
n
(
moschári
,
“
牛犊
”
)
相关词汇
编辑
δαμάλι
n
(
damáli
,
“
牛犊
”
)
δαμαλίδα
f
(
damalída
,
“
小母牛;牛痘疫苗
”
)
δαμαλισμός
m
(
damalismós
,
“
疫苗接种
”
)