δαμασκηνιά

希腊语 编辑

词源 编辑

源自δαμάσκηνο (damáskino) +‎ -ιά (-iá)

发音 编辑

名词 编辑

δαμασκηνιά (damaskiniáf (复数 δαμασκηνιές)

  1. 李树
  2. (中性形) δαμασκηνί (damaskiní)主格宾格呼格复数形式。

变格 编辑

相关词汇 编辑