διάλεκτος

古希腊语

编辑

词源

编辑

源自διαλέγομαι (dialégomai, 讨论) +‎ -τος (-tos),源自 δῐᾰ́ (diá, 通过) + λέγω (légō, )

发音

编辑
 

名词

编辑

δῐᾰ́λεκτος (diálektosf (属格 δῐᾰλέκτου); 二类变格

  1. 对话
  2. 话语用语
  3. 方言口音

变格

编辑

派生语汇

编辑
  • 希腊语: διάλεκτος (diálektos)
  • 拉丁语: dialectos

参考资料

编辑

希腊语

编辑

词源

编辑

继承古希腊语 δῐᾰ́λεκτος (diálektos)

名词

编辑

διάλεκτος (diálektosf (复数 διάλεκτοι διάλεκτες)

  1. 方言

变格

编辑