ελεφαντόδοντο
希腊语
编辑词源
编辑ελέφαντας (eléfantas, “象”) + δόντι (dónti, “牙”)
名词
编辑ελεφαντόδοντο (elefantódonto) n (复数 ελεφαντόδοντα)
- 象牙(物质)
- 近义词:ελεφαντοστό (elefantostó)
- 象牙(材料)
- 近义词:φίλντισι (fílntisi)、ελεφαντοστό (elefantostó)
变格
编辑ελεφαντόδοντο的变格
单数 | 复数 | |
---|---|---|
主格 | ελεφαντόδοντο • | ελεφαντόδοντα • |
属格 | ελεφαντόδοντου • | ελεφαντόδοντων • |
宾格 | ελεφαντόδοντο • | ελεφαντόδοντα • |
呼格 | ελεφαντόδοντο • | ελεφαντόδοντα • |
拓展阅读
编辑- ελεφαντόδοντο在希腊语维基百科上的资料。维基百科 el