ελεφαντόδοντο

希腊语

编辑

词源

编辑

ελέφαντας (eléfantas, ) +‎ δόντι (dónti, )

名词

编辑

ελεφαντόδοντο (elefantódonton (复数 ελεφαντόδοντα)

  1. 象牙(物质)
    近义词:ελεφαντοστό (elefantostó)
  2. 象牙(材料)
    近义词:φίλντισι (fílntisi)ελεφαντοστό (elefantostó)

变格

编辑

拓展阅读

编辑