εμπόδιο
希腊语
编辑词源
编辑源自通用希腊语 ἐμποδιον (empodion),源自ἐμποδιος (empodios, “阻碍的,阻塞的”),源自ἐμποδών (empodṓn, “在路上”),源自ἐν (en, “在”) + ποδῶν (podôn),πούς (poús, “腿,脚”)的属格复数。
发音
编辑名词
编辑εμπόδιο (empódio) n (复数 εμπόδια)
- 障碍物;障碍,阻碍
- Ο δρόμος είναι γεμάτος εμπόδια λόγω κατολισθήσεων.
- O drómos eínai gemátos empódia lógo katolisthíseon.
- 由于塌方,路面上满是障碍物。
- Είσαι πιο πολύ εμπόδιο παρά βοήθεια.
- Eísai pio polý empódio pará voḯtheia.
- 比起帮忙,你更像是来捣乱的。
- (赛跑、赛马的) 栏架
- δρόμος μετ’ εμποδίων
- drómos met’ empodíon
- 障碍赛跑道
变格
编辑εμπόδιο的变格
近义词
编辑- (障碍物): φράγμα n (frágma)
相关词汇
编辑- εμποδίζω (empodízo, “阻止,阻碍”)
- εμποδίζομαι (empodízomai, “被阻止,被阻碍”)
- εμποδισμός m (empodismós, “阻止,阻碍”)
- εμποδιστής m (empodistís) / εμποδίστρια f (empodístria, “跨栏运动员”)