希腊语

编辑

词源

编辑

源自通用希腊语 ἐμποδιον (empodion),源自ἐμποδιος (empodios, 阻碍的,阻塞的),源自ἐμποδών (empodṓn, 在路上),源自ἐν (en, ) + ποδῶν (podôn)πούς (poús, 腿,脚)的属格复数。

发音

编辑

名词

编辑

εμπόδιο (empódion (复数 εμπόδια)

  1. 障碍物障碍阻碍
    Ο δρόμος είναι γεμάτος εμπόδια λόγω κατολισθήσεων.
    O drómos eínai gemátos empódia lógo katolisthíseon.
    由于塌方,路面上满是障碍物
    Είσαι πιο πολύ εμπόδιο παρά βοήθεια.
    Eísai pio polý empódio pará voḯtheia.
    比起帮忙,你更像是来捣乱的。
  2. 赛跑、赛马的 栏架
    δρόμος μετ’ εμποδίων
    drómos met’ empodíon
    障碍赛跑道

变格

编辑

近义词

编辑

相关词汇

编辑