εξόριστος
希腊语
编辑形容词
编辑εξόριστος (exóristos) m (阴性 εξόριστη,中性 εξόριστο)
- 流亡的
变格
编辑 εξόριστος 的变格
数 格 / 性 |
单数 | 复数 | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
阳性 | 阴性 | 中性 | 阳性 | 阴性 | 中性 | |
主格 | εξόριστος • | εξόριστη • | εξόριστο • | εξόριστοι • | εξόριστες • | εξόριστα • |
属格 | εξόριστου • | εξόριστης • | εξόριστου • | εξόριστων • | εξόριστων • | εξόριστων • |
宾格 | εξόριστο • | εξόριστη • | εξόριστο • | εξόριστους • | εξόριστες • | εξόριστα • |
呼格 | εξόριστε • | εξόριστη • | εξόριστο • | εξόριστοι • | εξόριστες • | εξόριστα • |
相关词汇
编辑名词
编辑εξόριστος (exóristos) m (复数 εξόριστοι,阴性 εξόριστη)
变格
编辑εξόριστος的变格
单数 | 复数 | |
---|---|---|
主格 | εξόριστος • | εξόριστοι • |
属格 | εξόριστου • εξορίστου • | εξόριστων • εξορίστων • |
宾格 | εξόριστο • | εξόριστους • εξορίστους • |
呼格 | εξόριστε • | εξόριστοι • |