ηλιοστάσιο

希腊语

编辑

词源

编辑

源自中古希腊语 ἡλιοστάσιον (hēliostásion),源自古希腊语 ἥλιος (hḗlios) + στάσις (stásis)

名词

编辑

ηλιοστάσιο (iliostásion (复数 ηλιοστάσια)

  1. 至日

变格

编辑

同类词汇

编辑

相关词汇

编辑

延伸阅读

编辑