ημερήσιος

希腊语 编辑

词源 编辑

源自ημέρα (iméra, 日子,天)

形容词 编辑

ημερήσιος (imerísiosm (阴性 ημερήσια,中性 ημερήσιο)

  1. 每日的,每天

变格 编辑

近义词 编辑

同类词汇 编辑

相关词汇 编辑

  • 参见:ημέρα f (iméra, 日子,天)