ημικρανία

希腊语 编辑

词源 编辑

源自古希腊语 ἡμικρανία (hēmikranía)。等同于ημι- (imi-, ) +‎ κρανίο (kranío, 头骨,颅骨)

名词 编辑

ημικρανία (imikraníaf (复数 ημικρανίες)

  1. (医学病理学) 偏头痛

变格 编辑

参见 编辑

拓展阅读 编辑