希腊语

编辑

词源

编辑

继承自通用希腊语 ἰσόγειος (isógeios),源自 ἴσος (ísos, 等于,和…同高度) + γῆ (, 地面)

发音

编辑

形容词

编辑

ισόγειος (isógeiosm (阴性 ισόγεια,中性 ισόγειο)

  1. (在)一楼的,地面层
    ισόγειο κατάστημαisógeio katástima一楼商店/分店

变格

编辑

派生词汇

编辑

相关词汇

编辑