繼承自通用希臘語 ἰσόγειος (isógeios),源自 ἴσος (ísos, 「等於,和…同高度」) + γῆ (gê, 「地面」)。
ισόγειος (isógeios) m (陰性 ισόγεια,中性 ισόγειο)