古希腊语

编辑

词源

编辑

源自κίτρον (kítron, 香橼树) +‎ -ῐνος (-inos)

发音

编辑
 

形容词

编辑

κῐ́τρῐνος (kítrinosm (阴性 κῐτρῐ́νη,中性 κῐ́τρῐνον); 第一类/第二类

  1. (通用) 香橼
  2. (通用) 柠檬黄

屈折

编辑

派生词

编辑

派生语汇

编辑
  • 希腊语: κίτρινος (kítrinos)

拓展阅读

编辑

希腊语

编辑

词源

编辑

源自通用希腊语 κίτρινος (kítrinos)(或直接源自κίτρο (kítro) + 形容词后缀 -ινος (-inos)),源自κίτρον (kítron),源自拉丁语 citrus, citrum,可能通过伊特拉斯坎语,源自古希腊语 κέδρος (kédros)

形容词

编辑

κίτρινος (kítrinosm (阴性 κίτρινη,中性 κίτρινο)

  1. 黄色
  2. 苍白

变格

编辑

相关词汇

编辑