καλαμποκάλευρο

希腊语

编辑

词源

编辑

καλαμπόκι (kalampóki, 玉米) +‎ αλεύρι (alévri, 面粉)

名词

编辑

καλαμποκάλευρο (kalampokálevron (复数 καλαμποκάλευρα)

  1. 玉米粉

变格

编辑

近义词

编辑

相关词汇

编辑