καλαμποκάλευρο
希臘語
编辑詞源
编辑καλαμπόκι (kalampóki, “玉米”) + αλεύρι (alévri, “麵粉”)
名詞
编辑καλαμποκάλευρο (kalampokálevro) n (复数 καλαμποκάλευρα)
變格
编辑καλαμποκάλευρο的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | καλαμποκάλευρο • | καλαμποκάλευρα • |
屬格 | καλαμποκάλευρου • | καλαμποκάλευρων • |
賓格 | καλαμποκάλευρο • | καλαμποκάλευρα • |
呼格 | καλαμποκάλευρο • | καλαμποκάλευρα • |
近義詞
编辑- αλεύρι καλαμποκιού n (alévri kalampokioú)
相關詞彙
编辑- 參見:καλαμπόκι n (kalampóki, “玉米”)