καπνοδόχος
希腊语
编辑词源
编辑源自καπνός (kapnós, “烟雾”) + δέχομαι (déchomai)。
发音
编辑名词
编辑καπνοδόχος (kapnodóchos) f 或 m (复数 καπνοδόχοι) (但常作阴性)
变格
编辑阳性:
καπνοδόχος的变格
单数 | 复数 | |
---|---|---|
主格 | καπνοδόχος • | καπνοδόχοι • |
属格 | καπνοδόχου • | καπνοδόχων • |
宾格 | καπνοδόχο • | καπνοδόχους • |
呼格 | καπνοδόχε • | καπνοδόχοι • |
阴性:
καπνοδόχος的变格
单数 | 复数 | |
---|---|---|
主格 | καπνοδόχος • | καπνοδόχοι • |
属格 | καπνοδόχου • | καπνοδόχων • |
宾格 | καπνοδόχο • | καπνοδόχους • |
呼格 | καπνοδόχε • καπνοδόχο • | καπνοδόχοι • |
近义词
编辑- καμινάδα f (kamináda, “家庭烟囱”)
- φουγάρο n (fougáro, “工厂烟囱”)
- τσιμινιέρα n (tsiminiéra, “轮船、火车的烟囱”)
派生词
编辑- καπνοδοχοκαθαριστής m (kapnodochokatharistís, “烟囱清扫工”)
相关词汇
编辑- 参见:καπνίζω (kapnízo, “冒烟,烟熏;吸烟”)
拓展阅读
编辑- καπνοδόχος in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
- καπνοδόχος在希腊语维基百科上的资料。维基百科 el