首页
随机
登录
设置
资助
关于维基词典
免责声明
搜索
καρυδιά
语言
监视
编辑
参见:
καρύδια
目录
1
希腊语
1.1
词源
1.2
发音
1.3
名词
1.3.1
变格
1.3.2
相关词汇
希腊语
编辑
词源
编辑
源自
古希腊语
κάρυον
(
káruon
,
“
坚果
”
)
。
发音
编辑
国际音标
(
帮助
)
:
[kariðʝˈa]
名词
编辑
καρυδιά
(
karydiá
)
f
(复数
καρυδιές
)
核桃
树
核桃木
变格
编辑
καρυδιά的变格
单数
复数
主格
καρυδιά
•
καρυδιές
•
属格
καρυδιάς
•
καρυδιών
•
宾格
καρυδιά
•
καρυδιές
•
呼格
καρυδιά
•
καρυδιές
•
相关词汇
编辑
καρύδι
n
(
karýdi
,
“
核桃
”
)
τρυποκάρυδος
m
(
trypokárydos
,
“
啄木鸟
”
)