继承自中古希腊语 κλωστή (klōstḗ),源自古希腊语形容词 κλωστός (klōstós) 的阴性形式,源自动词 κλώθω (klṓthō)。κλώθω (klṓthō, “纺”) 的形容词。
κλωστή (klostí) f (复数 κλωστές)