κοιλιά
参见:κοιλία
希腊语
编辑词源
编辑源自中古希腊语,为避免发音停滞而缩合元音,源自古希腊语 κοιλία (koilía)。对比借词κοιλία (koilía)。
发音
编辑名词
编辑κοιλιά (koiliá) f (复数 κοιλιές)
变格
编辑κοιλιά的变格
相关词汇
编辑- κοιλάδα f (koiláda, “山谷”)
- κοιλία f (koilía, “心室”)
- κοιλιακή μαρμαρυγή f (koiliakí marmarygí, “心室纤颤”)
- κοιλιακός (koiliakós, “腹部的,心室的”)
- κοιλιακός τύφος (koiliakós týfos, “伤寒”)
- κοιλιόδουλος (koiliódoulos, “贪婪的”)
- κοίλο n (koílo)
- κοιλόπονος m (koilóponos, “腹痛”)
- κοιλοπονώ (koiloponó, “肚子疼”)
- κοίλος (koílos, “凹的”)
- κοιλότητα f (koilótita, “坑,洞”)
- κοίλωμα n (koíloma, “坑,洞”)