κοριτσάκι

希腊语

编辑

词源

编辑

κορίτσι (korítsi, 女孩) +‎ -άκι (-áki, 指小后缀)

名词

编辑

κοριτσάκι (koritsákin (复数 κοριτσάκια)

  1. κορίτσι (korítsi, 女孩)指小词

变格

编辑

相关词汇

编辑

参见

编辑