κοριτσάκι
希臘語
編輯詞源
編輯κορίτσι (korítsi, 「女孩」) + -άκι (-áki, 指小後綴)
名詞
編輯κοριτσάκι (koritsáki) n (複數 κοριτσάκια)
變格
編輯κοριτσάκι的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | κοριτσάκι • | κοριτσάκια • |
屬格 | — | — |
賓格 | κοριτσάκι • | κοριτσάκια • |
呼格 | κοριτσάκι • | κοριτσάκια • |
相關詞彙
編輯- 參見:κορίτσι n (korítsi, 「女孩」)
參見
編輯- αγοράκι n (agoráki, 「小男孩」)