首页
随机
登录
设置
资助
关于维基词典
免责声明
搜索
κουνέλα
语言
监视
编辑
目录
1
希腊语
1.1
名词
1.1.1
变格
1.1.2
相关词汇
希腊语
编辑
名词
编辑
κουνέλα
(
kounéla
)
f
雌
兔
(
比喻义
,
贬义
)
多次
生育
的
女性
变格
编辑
κουνέλα的变格
单数
复数
主格
κουνέλα
•
κουνέλες
•
属格
κουνέλας
•
κουνελών
•
宾格
κουνέλα
•
κουνέλες
•
呼格
κουνέλα
•
κουνέλες
•
相关词汇
编辑
参见:
κουνέλι
(
kounéli
)