κρουαζιερόπλοιο

希腊语

编辑

词源

编辑

κρουαζιέρα (krouaziéra, 乘船游览) +‎ πλοίο (ploío, )

名词

编辑

κρουαζιερόπλοιο (krouazieróploion (复数 κρουαζιερόπλοια)

  1. 游轮

变格

编辑

相关词汇

编辑

拓展阅读

编辑