κρουαζιερόπλοιο
希臘語
編輯詞源
編輯κρουαζιέρα (krouaziéra, 「乘船遊覽」) + πλοίο (ploío, 「船」)
名詞
編輯κρουαζιερόπλοιο (krouazieróploio) n (複數 κρουαζιερόπλοια)
變格
編輯κρουαζιερόπλοιο的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | κρουαζιερόπλοιο • | κρουαζιερόπλοια • |
屬格 | κρουαζιερόπλοιου • | κρουαζιερόπλοιων • |
賓格 | κρουαζιερόπλοιο • | κρουαζιερόπλοια • |
呼格 | κρουαζιερόπλοιο • | κρουαζιερόπλοια • |
相關詞彙
編輯- πλοίο n (ploío, 「船」)
- κρουαζιέρα f (krouaziéra, 「乘船遊覽」)
拓展閱讀
編輯- κρουαζιερόπλοιο在希臘語維基百科上的資料。維基百科 el