λαγουδάκι

希腊语

编辑

名词

编辑

λαγουδάκι (lagoudákin (复数 λαγουδάκια)

  1. λαγός (lagós)指小词:小野兔
    πασχαλινό λαγουδάκιpaschalinó lagoudáki复活节兔

变格

编辑

相关词汇

编辑

参见

编辑