μαυροπούλι

希腊语

编辑

词源

编辑

源自μαύρος (mávros, 黑色的) +‎ πουλί (poulí, )

发音

编辑

名词

编辑

μαυροπούλι (mavropoúlin (复数 μαυροπούλια)

  1. (口语) 椋鸟

变格

编辑

近义词

编辑

同类词汇

编辑

拓展阅读

编辑