μαυροπούλι
希臘語
編輯詞源
編輯源自μαύρος (mávros, 「黑色的」) + πουλί (poulí, 「鳥」)。
發音
編輯名詞
編輯μαυροπούλι (mavropoúli) n (複數 μαυροπούλια)
變格
編輯μαυροπούλι的變格
單數 | 複數 | |
---|---|---|
主格 | μαυροπούλι • | μαυροπούλια • |
屬格 | μαυροπουλιού • | μαυροπουλιών • |
賓格 | μαυροπούλι • | μαυροπούλια • |
呼格 | μαυροπούλι • | μαυροπούλια • |
近義詞
編輯- ψαρόνι n (psaróni)
同類詞彙
編輯- 參見:ψαρόνι (psaróni)