μελιτζάνα

希腊语

编辑

词源

编辑

源自中古希腊语 μελιντζάνα (melintzána),受意大利语 melanzana的影响,源自阿拉伯语 بَاذِنْجَان (bāḏinjān, 茄子)βαζάνι (vazáni)同源对似词

发音

编辑

名词

编辑

μελιτζάνα (melitzánaf (复数 μελιτζάνες)

  1. (蔬菜) 茄子
    βαζάνι n (vazáni) (方言、塞浦路斯)

变格

编辑

派生词

编辑

拓展阅读

编辑