源自μετρητός (metritós, “可测量的”, 形容词性名词的中性复数形式)。
μετρητά (metritá) n 复
- 现金
Πήρε την προίκα σε μετρητά.- Píre tin proíka se metritá.
- 她收下了现金作嫁妆。
μετρητά
格 \ 数
|
复数
|
主格
|
μετρητά •
|
属格
|
μετρητών •
|
宾格
|
μετρητά •
|
呼格
|
μετρητά •
|
- 参见:χρήμα n (chríma, “资金,资本”)
μετρητά (metritá)
- μετρητός (metritós)的主格、宾格与呼格复数中性形式。