μουσαφίρης

希腊语

编辑

词源

编辑

源自鄂图曼土耳其语 مسافر (müsâfir),源自阿拉伯语 مُسَافِر (musāfir, 旅行者)

名词

编辑

μουσαφίρης (mousafírism (复数 μουσαφίρηδες)

  1. 客人访客
    近义词:επισκέπτης (episképtis)

变格

编辑