μπαλαδόρος

希腊语

编辑

词源

编辑

μπάλα (bála, ) +‎ -αδόρος (-adóros)

发音

编辑

名词

编辑

μπαλαδόρος (baladórosm (复数 μπαλαδόροι)

  1. (口语运动) 足球运动员

变格

编辑