μπαλαλάικα

希腊语

编辑

词源

编辑

源自俄语 балала́йка (balalájka)

名词

编辑

μπαλαλάικα (balaláikaf (复数 μπαλαλάικες)

  1. 巴拉莱卡琴

变格

编辑

参见

编辑