μπουκάλι
希腊语
编辑词源
编辑一个现代或中世纪的αντιδάνειο (antidáneio, “回借词”),继承自中古希腊语 μπουκάλιν (mpoukálin)[1],源自威尼斯语 bocal[2]-意大利语 boccale (“罐子,瓶子”),或可能源自西西里语 buccali (“罐子,瓶子”),源自拉丁语 baucalus,源自通用希腊语 βαύκαλις (baúkalis, “用于冷却葡萄酒的容器”);可能源自中阿特拉斯柏柏尔语[3]或埃及语。[4]
发音
编辑名词
编辑μπουκάλι (boukáli) n (复数 μπουκάλια)
- 瓶子
- ένα ποτήρι και ένα μπουκάλι κρασί ― éna potíri kai éna boukáli krasí ― 一个杯子和一瓶葡萄酒
- ένα ποτήρι και ένα μπουκάλι του κρασιού ― éna potíri kai éna boukáli tou krasioú ― 一个杯子和一个酒瓶
- 瓶子的内容物
- Πόσα μπουκάλια μπίρα ήπιατε χθες;
- Pósa boukália bíra ípiate chthes?
- 您对上级或不熟悉者的称呼昨天喝了多少瓶啤酒?
变格
编辑μπουκάλι的变格
单数 | 复数 | |
---|---|---|
主格 | μπουκάλι • | μπουκάλια • |
属格 | μπουκαλιού • | μπουκαλιών • |
宾格 | μπουκάλι • | μπουκάλια • |
呼格 | μπουκάλι • | μπουκάλια • |
近义词
编辑- μποτίλια f (botília)
- μπουκάλα f (boukála, “大瓶子”)
- φιάλη f (fiáli, “瓶子,气瓶”)
- (弃用) βύτη n (výti)
- (弃用) βαύκαλη n (váfkali)
派生词汇
编辑- μπουκάλα f (boukála)
- μπουκαλάκι n (boukaláki)
参见
编辑参考资料
编辑- ↑ Template:R:Babiniotis 2010
- ↑ μπουκάλι in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.
- ↑ Varia Africana. (1918). United States: African Department of the Peabody Museum of Harvard University, p. 303
- ↑ Template:R:es:Roberts:2014
延伸阅读
编辑- Φιάλη (δοχείο)在希腊语维基百科上的资料。维基百科 el