νεκροκεφαλή

希腊语 编辑

词源 编辑

νεκρο- (nekro-, 死亡) +‎ κεφαλή (kefalí, )

发音 编辑

名词 编辑

νεκροκεφαλή (nekrokefalíf (复数 νεκροκεφαλές)

  1. 头骨骷髅头 死亡危险的标志

变格 编辑

参见 编辑